πολυκτήμων

πολυκτήμων
(-όνος) ο крупный собственник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πολυκτήμων" в других словарях:

  • πολυκτήμων — with many possessions masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτήμων — ύκτημον, ΜΑ αυτός που έχει πολλά κτήματα, πολλά περιουσιακά στοιχεία, ο πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κτήμων (< κτῆμα < κτῶμαι), πρβλ. α κτήμων, βαθυ κτήμων] …   Dictionary of Greek

  • πολυκτῆμον — πολυκτήμων with many possessions masc/fem voc sg πολυκτήμων with many possessions neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτήμονα — πολυκτήμων with many possessions neut nom/voc/acc pl πολυκτήμων with many possessions masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτημόνων — πολυκτήμων with many possessions gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτήμονας — πολυκτήμων with many possessions masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτήμονες — πολυκτήμων with many possessions masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυκτήμονος — πολυκτήμων with many possessions gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκτήμων — βαθυκτήμων, ον (Μ) πολύ πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + κτήμων < κτήμα < κτώμαι (πρβλ. ακτήμων, πολυκτήμων)] …   Dictionary of Greek

  • ενούσιος — ἐνούσιος, ον (Α) [ουσία] 1. ενυπόστατος, πραγματικός 2. πολυκτήμων, πλούσιος …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»